χοληστεριναιμία

χοληστεριναιμία
η, Ν
(παλ. όρος) ιατρ. υπερχοληστεριναιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοληστερίνη + -αιμία (< -αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ-αιμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερχοληστεριναιμία — η, Ν ιατρ. αυξημένη, πάνω από το κανονικό, ποσότητα χοληστερίνης που κυκλοφορεί στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypercholesterolemia < hyper (< υπερ *) + cholesterolemia (βλ. χοληστεριναιμία)] …   Dictionary of Greek

  • υποχοληστεριναιμία — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τής περιεχόμενης στο κυκλοφορούν αίμα ποσότητας χοληστερίνης κάτω από το κατώτερο φυσιολογικό όριο, που θεωρείται ότι είναι τα 100 χιλιοστόγραμμα ανά λίτρο αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypocholesterolemie… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”